μεριστώματα

μεριστώματα
Ομάδες εμβρυακών κυττάρων που διατηρούν την ικανότητα διαίρεσης τους σε όλη τους τη ζωή. Τα νέα κύτταρα που προκύπτουν από αυτές τις διαιρέσεις, θα σχηματίσουν με διαφοροποίηση τους ιστούς και τα όργανα του φυτού. Τα κύτταρα των μ. έχουν κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: είναι, γενικά, μικρά σε μέγεθος, με μεγάλο πυρήνα και σχετικά αδιαφοροποίητα οργανίδια. Από τα θυγατρικά κύτταρα του κάθε μεριστωματικού κυττάρου, το ένα παραμένει στο μ. (αρχικό), ενώ το άλλο προστίθεται στο φυτικό σώμα (παράγωγο). Η λειτουργία των μ. είναι περισσότερο έντονη στην αρχή της ζωής του φυτού και δεν σταματά ποτέ. Τα μ., ανάλογα με τη θέση τους στο φυτό, ονομάζονται επάκρια ή ακραία (στην κορυφή του βλαστού και στην άκρη της ρίζας), ενδιάμεσα ή παρεμβόλιμα (μεταξύ ώριμων τμημάτων του φυτού) και πλευρικά (σε πλάγιες θέσεις του φυτού). Ανάλογα με τη δραστηριότητά τους, τα μ. ονομάζονται πρωτογενή ή δευτερογενή· τα πρωτογενή είναι συνήθως επάκρια και συμβάλλουν στην κατά μήκος αύξηση του φυτού, ενώ τα δευτερογενή είναι πλευρικά και είναι υπεύθυνα για την κατά πάχος αύξηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek

  • κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… …   Dictionary of Greek

  • φυτό — Γενική ονομασία, που δίνεται στα ποώδη, θαμνώδη και δενδρώδη ζώντα είδη. Ένα φ., με την κοινή σημασία της λέξης, που δεν είναι λανθασμένη αλλά οπωσδήποτε ελλιπής, αποτελείται από 3 βασικά συστατικά στοιχεία: ρίζα, βλαστό και φύλλα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • κάμβιο — Φυτικός ιστός, ειδικά των ξυλωδών φυτών, ο οποίος κατατάσσεται στα δευτερογενή μεριστώματα. Αποτελείται από στενά επιμήκη κύτταρα, διατεταγμένα σε σειρές, ενώ δημιουργεί μια διαχωριστική ζώνη μεταξύ ξυλώματος και φλοιώματος. Στην πραγματικότητα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”